- προπηλακισμούς
- προπηλάκισιςcontumelious treatmentmasc acc plπροπηλακισμόςmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προπηλακιστικός — ή, ό / προπηλακιστικός, ή, όν, ΝΑ [προπηλακιστής] (για πρόσ.) αυτός που είναι επιρρεπής σε προπηλακισμούς, που συνηθίζει να προπηλακίζει νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον προπηλακιστή, υβριστικός, εξευτελιστικός 2. (για πράγμ.) αυτός… … Dictionary of Greek
Ανδρομάχη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ηρωίδα της Τροίας, κόρη του Ηετίωνα, βασιλιά της Θήβης (Μυσίας) και σύζυγος του Έκτορα. Στην Ιλιάδα περιγράφεται ως πιστή και τρυφερή σύζυγος. Ονομαστή είναι η σκηνή του αποχαιρετισμού μεταξύ Έκτορα και Α. και ο θρήνος της… … Dictionary of Greek
Γκάμπια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκάμπια Έκταση: 11.295 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.455.842 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπανγιούλ (57.700 κάτ. το 2002)Κράτος της βορειοδυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β, Α και Ν με τη Σενεγάλη, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό… … Dictionary of Greek